- μεθυλικός
- η , ό[ν] хим. метиловый;
μεθυλική αλκοόλη — метиловый спирт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεθυλική αλκοόλη — метиловый спирт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεθυλικός — ή, ό [μεθύλιο] φρ. «μεθυλική αλκοόλη» χημ. μονοσθενής και πρωτοταγής αλκοόλη με χημικό τύπο CH3OH, γνωστή και με τη συστηματική ονομασία μεθανόλη, αλλ. καρβινόλη ή ξυλόπνευμα … Dictionary of Greek
μεθυλοκυτταρίνη — Μεθυλικός αιθέρας της κυτταρίνης, με χημικό τύπο [C6H7O2(OH)2ΟCΗ2]ν. Είναι λευκή ή υπόλευκη σκόνη, χωρίς γεύση και οσμή, ενώ διογκώνεται μέσα στο νερό για να δώσει ένα διαυγές ζελατινώδες διάλυμα. Παρασκευάζεται με επεξεργασία της προερχόμενης… … Dictionary of Greek
πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… … Dictionary of Greek
τριγλύμη — η, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, μεθυλικός διαιθέρας τής τριαιθυλενογλυκόλης … Dictionary of Greek
καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek
σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… … Dictionary of Greek